najbardziej
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
najbardziej (pl) < υπερθετικός βαθμός του bardzo (pl)
Επίρρημα[επεξεργασία]
najbardziej (pl)
- το περισσότερο, το πιο, το πλέον
- mój kostium na bal był najbardziej kolorowy - η στολή μου για το χορό ήταν η πιο χρωματιστή