nana

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nana < Anna

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nana (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) κορίτσι, φιλενάδα, γκόμενα
     συνώνυμα: gonzesse, nénette, pépée, souris
  2. (οικείο) κορίτσι, νεαρή γυναίκα
    les nanas et les mecs - τα κορίτσια και τα αγόρια