navigator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
navigator navigators

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

navigator (en)

  1. πλοηγός
  2. αεροπλοηγός
  3. θαλασσοπόρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • navigator στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια