nevo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nevo (ia)
- ελιά (κηλίδα του δέρματος)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nevo (it)
- ελιά (κηλίδα του δέρματος)