noticeably
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | noticeably |
συγκριτικός | more noticeably |
υπερθετικός | most noticeably |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- noticeably < noticeable + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
noticeably (en)