nullité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nullité nullités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nullité (fr) θηλυκό

  1. η μηδαμινότητα,το μηδενικό
  2. η ακυρότητα
  3. η ασχετοσύνη