objeto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
objeto | objetos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]objeto (es) αρσενικό
- το αντικείμενο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
objeto | objetos |
objeto (es) αρσενικό