occur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας occur
γ΄ ενικό ενεστώτα occurs
αόριστος occurred
παθητική μετοχή occurred
ενεργητική μετοχή occurring

Ρήμα[επεξεργασία]

occur (en)

  1. (αμετάβατο) συμβαίνει
    When did the accident occur?
    Πότε συνέβη το ατύχημα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη happen
  2. επέρχομαι
  3. απαντώ, βρίσκομαι, εμφανίζομαι

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]