oculus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oculus (en)

  1. (αρχιτεκτονική) κυκλικό παράθυρο
  2. το μάτι



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oculus (la)