offense

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
offense offenses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

offense (en) (αμερικανική γραφή)

  1. η προσβολή
  2. (αθλητισμός) η επίθεση
    Our offense isn’t good, coach.
    Η επίθεσή μας δεν είναι καλή, προπονητή.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
offense offenses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

offense (fr) θηλυκό