officier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
officier officiers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

officier < λατινική officiarius

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

officier (fr) αρσενικό

  1. ο αξιωματικός
  2. ο αξιωματούχος
    Officier d'une charge civile

Ετυμολογία [επεξεργασία]

officier < λατινική officiare < officio

Ρήμα[επεξεργασία]

officier (fr)

  1. (θρησκεία) ιερουργώ, λειτουργώ
  2. (μεταφορικά) δρω επίσημα

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]