okso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okso | oksoj |
αιτιατική | okson | oksojn |
okso (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το βόδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okso | oksoj |
αιτιατική | okson | oksojn |
okso (eo)