old maid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

old maid (en)

  1. γεροντοκόρη
  2. ένα παιχνίδι της τράπουλας