olus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- olus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ĝhel
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]olus ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | olus | oleră |
γενική | oleris | olerum |
δοτική | olerī | olerĭbus |
αιτιατική | olus | oleră |
κλητική | olus | oleră |
αφαιρετική | olere | olerĭbus |