ongle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ongle | ongles |
ongle (fr) αρσενικό
- το νύχι
ενικός | πληθυντικός |
ongle | ongles |
ongle (fr) αρσενικό