oră

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oră (ro) θηλυκό

  1. η ώρα
  2. (στον πληθυντικό) η φορά
    de două ori - δύο φορές

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Για να πούμε μία φορά, χρησιμοποιούμε τη λέξη dată: o dată.