orator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orator (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
orator < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orator (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική orator oratōrēs
γενική oratōris oratōrum
δοτική oratōrī oratōribus
αιτιατική oratōrem oratōrēs
κλητική orator oratōrēs
αφαιρετική oratōre oratōribus
(γ' κλίση)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orator (ro) αρσενικό