ordonnée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ordonnée ordonnées

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ordonnée (fr) θηλυκό