orilla
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
orilla | orillas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]orilla (es)
- η άκρη
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- a la orilla de: στην άκρη του/της
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
orilla | orillas |
orilla (es)