orilla

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
orilla orillas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orilla (es)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • a la orilla de: στην άκρη του/της