orme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
orme ormes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

orme (fr) αρσενικό