outage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
outage | outages |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]outage (en)
- η διακοπή (ρεύματος), χρονικό διάστημα που δεν λειτουργεί η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κτλ.
- ↪ The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
- Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.
- ↪ The power outage stopped the operation of the factory’s machines.