owner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

owner < own + -er

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈoʊnɚ/ & /ˈəʊnə/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
owner owners

owner (en)

  1. ιδιοκτήτης
  2. κάτοχος