owulacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική owulacja owulacje
γενική owulacji owulacji(/owulacyj)
δοτική owulacji owulacjom
αιτιατική owulac owulacje
οργανική owulac owulacjami
τοπική owulacji owulacjach
κλητική owulacjo owulacje

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

owulacja (pl) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]