péché

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: pêché

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
péché < λατινική peccatum < peccare (αμαρτάνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
péché péchés

péché (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]