pénultième

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pénultième pénultièmes

Επίθετο

[επεξεργασία]

pénultième (fr) αρσενικό ή θηλυκό