péroné

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
péroné péronés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

péroné (fr) αρσενικό