pêche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. pêche < pesche < δημώδης λατινική persica
  2. pêche < pesche < pêcher

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pêche pêches

pêche (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pêche pêches

pêche (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]