pallidus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]pallidus (la)
- ωχρός
- (μεταφορικά) ωχρός από φοβο
Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | pallidus | pallida | pallidum | pallidī | pallidae | pallida |
γενική | pallidī | pallidae | pallidī | pallidōrum | pallidārum | pallidōrum |
δοτική | pallidō | pallidae | pallidō | pallidīs | pallidīs | pallidīs |
αιτιατική | pallidum | pallidam | pallidum | pallidōs | pallidās | pallida |
κλητική | pallide | pallida | pallidum | pallidī | pallidae | pallida |
αφαιρετική | pallidō | pallidā | pallidō | pallidīs | pallidīs | pallidīs |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]pallidus (λατινικά)
Πηγές
[επεξεργασία]- pallidus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.