pane

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pane panes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pane (en)

  1. το τζάμι, ο υαλοπίνακας
     συνώνυμα: windowpane
  2. en peen



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pane < λατινική panis

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pane (it) αρσενικό