parent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

parent (en)

  1. γονέας, γονιός

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

parent < λατινική parens, γενική parentis

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ʁɑ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
parent parents

parent (fr)

  1. o γονέας, o γονιός
  2. o συγγενής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
parent parents

parent (fr)

  1. συγγενής
  2. (μεταφορικά) ανάλογος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]