parte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
parte < part- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

parte (eo)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parte parti

parte (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parte (pt) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • de parte - κατά μέρος, στην άκρη