pass down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | pass down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes down |
αόριστος | passed down |
παθητική μετοχή | passed down |
ενεργητική μετοχή | passing down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pass down (en)
- περνάω, δίνω ή διδάσκω κάτι στα παιδιά σας ή σε άτομα μικρότερα από εσάς, ώστε να συνεχίσουν να το διδάσκουν ή να το δίνουν σε άλλους
- ↪ I pass something down from father to son.
- Περνώ κάτι από πατέρα σε γιο.
- ↪ I pass something down from father to son.
Πηγές[επεξεργασία]
- pass down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ