pastres

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

pastres αρσενικό

  • sujet του ενικού, δείτε τη λέξη pastor