pectus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pectus < πρωτοϊταλική *pectos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peg (πλευρά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pectus (la) ουδέτερο
- στέρνο, στήθος
- (μεταφορικά) η ψυχή, ο νους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pectus | pectoră |
γενική | pectoris | pectorum |
δοτική | pectorī | pectorĭbus |
αιτιατική | pectus | pectoră |
κλητική | pectus | pectoră |
αφαιρετική | pectore | pectorĭbus |