pelican
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pelican < αγγλοσαξονικά pellicane < λατινική pelecanus < αρχαία ελληνική πελεκάν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pelican (en)
Σκωτικά γαελικά (gd)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pelican (gd)
Φριουλανικά (fur)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pelican