pelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pelle pelles

pelle (fr) θηλυκό

  1. το φτυάρι
  2. (ναυτικός όρος) η φαρδιά άκρη ενός κουπιού
  3. (οικείο) φιλί με τη γλώσσα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pelle (it)