perceive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας perceive
γ΄ ενικό ενεστώτα perceives
αόριστος perceived
παθητική μετοχή perceived
ενεργητική μετοχή perceiving

Ρήμα[επεξεργασία]

perceive (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]