perfect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | perfect |
συγκριτικός | more perfect |
υπερθετικός | most perfect |
perfect (en)
- τέλειος, βέλτιστος, που έχει όλα όσα είναι απαραίτητα· πλήρης και χωρίς ελαττώματα ή αδυναμίες
- ↪ The organization of the business was perfect.
- Η οργάνωση της επιχείρησης ήταν τέλεια.
- ↪ This car is a perfect combination of advanced technology and low pricing.
- Αυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος συνδυασμός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής.
- ↪ The organization of the business was perfect.
- τέλειος, απόλυτα σωστό και ακριβές
- ↪ The dress is a perfect fit.
- Το φόρεμα έχει τέλεια εφαρμογή.
- ↪ The student’s written exam is perfect.
- Το γραπτό του μαθητή είναι τέλειο.
- ↪ The dress is a perfect fit.
- τέλειος, το καλύτερο στο είδος του
- ↪ He believed he had committed the perfect crime.
- Πίστευε ότι έκανε το τέλειο έγκλημα.
- ↪ He believed he had committed the perfect crime.
- τέλειος, πολύ καλό
- ↪ He became a perfect student.
- Έγινε τέλειος μαθητής.
- ↪ He became a perfect student.
- τέλειος, ακριβώς σωστό για κάποιον ή κάτι
- ↪ a perfect husband/wife - τέλειος/τέλεια σύζυγος
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τέλειος, απόλυτος και ολοκληρωτικός
- ↪ a perfect resemblance - τέλεια ομοιότητα
- στην γραμματική → δείτε τον όρο perfect tense
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | perfect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | perfects |
αόριστος | perfected |
παθητική μετοχή | perfected |
ενεργητική μετοχή | perfecting |
perfect (en)
- τελειοποιώ
- ↪ I am perfecting my English.
- Τελειοποιώ τα αγγλικά μου.
- ↪ I am perfecting my English.
Πηγές[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
perfect (ro)
Επίρρημα[επεξεργασία]
perfect (ro)