pergola

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pergola pergolas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pergola < ιταλική pergola < λατινικά pergula

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pergola (fr) θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pergola < λατινική pergula

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pergola (it) θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pergola < ιταλική pergola < λατινικά pergula

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pergola (pl) θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pergola < ιταλική pergola < λατινικά pergula

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pergola (cs) θηλυκό