permission

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: perdition

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permission (en)

  1. άδεια (συγκατάνευση για κάτι)
  2. (πληροφορική) δικαίωμα, άδεια (για χρήστες και αρχεία)
    → δείτε τη λέξη privilege



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permission (fr) θηλυκό