pictură

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pictură (ro) θηλυκό

  1. η ζωγραφιά
  2. η ζωγραφική