pierwiastek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pierwiastek (pl) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) ρίζα (αριθμού ή συνάρτησης ή εξίσωσης)
  2. (χημεία) στοιχείο