pin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pin pins

pin (en)

  1. η καρφίτσα
  2. η περόνη
  3. (ηλεκτρολογία) η ακίδα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας pin
γ΄ ενικό ενεστώτα pins
αόριστος pinned
παθητική μετοχή pinned
ενεργητική μετοχή pinning

pin (en)

  • καρφιτσώνω, πιάνω, ενώνω κάτι σε άλλο πράγμα ή κλείνω πράγματα μεταξύ τους με μια καρφίτσα κτλ.
    I pinned the map to the board.
    Καρφίτσωσα τον χάρτη στον πίνακα.
    I haphazardly pinned up my pants with a safety pin.
    Έπιασα πρόχειρα το παντελόνι μου με παραμάνα.



      ενικός         πληθυντικός  
pin pins

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pin < λατινική pinus

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ομόηχα: pain, peins, peint

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pin (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pin (ro) αρσενικό