piper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piper (en)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piper (la) ουδέτερο, γεν.: piperis
- το πιπέρι
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piper (ro) αρσενικό
- το πιπέρι