piramida

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piramida (pl) θηλυκό

  1. (αρχαιολογία) η πυραμίδα
  2. σχήμα ή ακροβατικό που μοιάζει με πυραμίδα
  3. (στον πληθυντικό), (οικείο) η καμπάνα στο παντελόνι
     συνώνυμα: dzwony

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]