piramide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piramide
- η πυραμίδα
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
piramide | piramidi |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- piramide < αρχαία ελληνική πυραμίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piramide (it)
- η πυραμίδα