play down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | play down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plays down |
αόριστος | played down |
παθητική μετοχή | played down |
ενεργητική μετοχή | playing down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
play down (en)
- μειώνω, προσπαθώ να κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο σημαντικό από ό,τι πραγματικά είναι