plunge into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | plunge into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plunges into |
αόριστος | plunged into |
παθητική μετοχή | plunged into |
ενεργητική μετοχή | plunging into |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
plunge into (en)
- ρίχνομαι, πηδάω σε κάτι, ειδικά με δύναμη
- ρίχνω, κάνω κάποιον ή κάτι να βιώσει κάτι δυσάρεστο
- ↪ He plunged the country into civil war.
- Έριξε τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο.
- ↪ He plunged the country into civil war.
Πηγές[επεξεργασία]
- plunge into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω