poêle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- poêle < poile < λατινική poele pesilis ή pensilis, κρεμασμένος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
poêle | poêles |
poêle (fr) αρσενικό
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
poêle | poêles |
poêle (fr) θηλυκό
- το τηγάνι