poignée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
poignée poignées

poignée (fr) θηλυκό

  1. το χερούλι των θυρών, το πόμολο
  2. η χούφτα

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]